Κύπρος 1974: Πως οι Τούρκοι βύθισαν πλοία τους κι εμείς ρίξαμε τα δικά μας Noratlas!

Η συνέχεια της συγκλονιστικής αφήγησης του Παπαγιάννη ναυτικού διοικητή στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. 

Στις 12.00 έφθασε έπειτα από 4 ώρες περίπου αναμονής και η ρυμούλκα της Ε.Φ. Έδεσε την κλούβα και άρχισε να την ρυμουλκεί στην Μαλούντα, συνοδεία του αντιαεροπορικού μας. Εγώ έφυγα αμέσως με το αυτοκίνητό μου για το υπόγειο στρατηγείο. Στον δρόμο ο οδηγός μου μου είπε ότι πηγαίνοντας στο στρατόπεδο για την ρυμούλκα πέρασε από την περιοχή που τελευταία είχαμε κάνει την άσκηση μεταφοράς επιτελείου της ΝΔΚ στον δρόμο προς την Λάρνακα, και είδε ότι την είχαν κάψει με βόμβες ‘ναπάλμ’ τα Τουρκικά αεροσκάφη. Φαίνεται όταν κάναμε την άσκηση η περιοχή που πήγαμε σημειώθηκε από διερχομένους Τουρκοκυπρίους και είχε δοθεί στην Τουρκική διοίκηση ως το σημείο που θα εγκατασταθεί το επιτελείο μου εν πολέμω. Σημειωτέον ότι η κίνησις των τουρκοκυπρίων σε ολόκληρη την Κύπρο ήταν ελεύθερη με απόφαση του Μακαρίου, χωρίς κανένα έλεγχο, ενώ απαγορευόταν η δική μας στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, που γινόταν μόνο κάτω από αυστηρούς ελέγχους κατά την είσοδο σε αυτούς. Έφθασα στο υπόγειο στρατηγείο γύρω στη μία το μεσημέρι. Το προσωπικό της ΝΔΚ που είχε φθάσει από το πρωί, είχε ήδη τακτοποιήσει τους δύο υπόγειους θαλάμους που μας είχαν διατεθεί, είχε αναπετάσει τις κεραίες των συσκευών και είχε αποκαταστήσει τις επικοινωνίες. Το μόνο μικρό πρόβλημα που υπήρχε ήταν ότι οι χωμάτινοι τοίχοι αυτού του παλαιού ορυχείου που είχαμε μετατρέψει σε στρατηγείο, ήταν συνεχώς υγροί, και σε συνδυασμό με το χωμάτινο δάπεδο που σε μερικά σημεία ήταν σκέτη λάσπη, δημιουργούσαν μία κρύα ατμόσφαιρα, τελείως διαφορετική από την καυτή Ιουλιανή ατμόσφαιρα που επικρατούσε έξω στο ύπαιθρο. Στις 4 το απόγευμα ο Παπαργύρης μου είπε ότι είχε έλθει σε επαφή με μία Κυπριακή οικογένεια γνωστή του στην Λευκωσία, που για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς εκεί, θα πήγαινε στο Όρος Τρόοδος, και τους παρεκάλεσε να πάρουν μαζί τους την γυναίκα του, και την Λίλυ με τον Παναγιώτη, ώστε να είναι όσον το δυνατόν πιο ασφαλείς, πράγμα που εδέχθησαν ευχαρίστως. Μέσα στις σκουτούρες μου, την αγωνία, και την ένταση των ωρών αυτών, είχα ξεχάσει το πολυτιμότερο πράγμα που είχα. Την οικογένειά μου. Ευτυχώς όλα ήταν καλά με αυτήν και δεν είχαν κινδυνεύσει μέχρι στιγμής. Βεβαίως με τους βομβαρδισμούς στην Λευκωσία, και μόλις καμμία βόμβα έπεφτε κοντά στο σπίτι που έμεναν, καλύπτοντο κυρίως κάτω από κρεβάτια, με φόβο βεβαίως, και ο Παναγιώτης για λίγο καιρό μετά τα γεγονότα της κύπρου μόλις άκουγε ήχο από αεροπλάνο έτρεχε και κρυβόταν όπου μπορούσε! Στις 5 περίπου το απόγευμα ένας οπλίτης της ΕΣΑ με ειδοποίησε ότι η γυναίκα μου και ο υιός μου περίμεναν να με δούν στον δρόμο έξω από το ορυχείο-επιτελείο που οδηγούσε προς το Τρόοδος. Βγήκα όπως ήμουν εκείνη την στιγμή. Με τα χακί ρούχα, το πιστόλι μου στην ζώνη, ένα καλάσνικωφ στο χέρι, το κράνος μου, αξύριστος και ταλαιπωρημένος από τα γεγονότα και την αϋπνία ( είχα ήδη συμπληρώσει 35 ώρες χωρίς ύπνο). Η Λίλυ με κοίταξε έκπληκτη και δάκρυσε. Με αγκάλιασε και μου είπε ” Πρόσεχε δεν θέλω να σκοτωθείς” . Η Μάρω, η γυναίκα του Παπαργύρη έβαλε τα κλάματα. Την ρώτησα γιατί κλαίει. Δεν μου απάντησε. Μετά είπε στην Λίλυ “για να είναι σε τέτοια χάλια ο άνδρας σου, σκέψου πως θα είναι ο δικός μου”. Ο Παπαργύρης δεν είχε έλθει να την δεί, διότι μίλαγε εκείνη την στιγμή με την Πάφο. Αφού ευχαρίστησα το ζεύγος των Κυπρίων, που τους μετέφεραν τους χαιρέτισα πάλι και φύγανε. Η Λίλυ μου είπε ότι δύο φορές κατά την διαδρομή τους, Τουρκικά αεροσκάφη τους πολυβολούσαν τον δρόμο και αναγκάστηκαν να βγούν από το αυτοκίνητο και να καλυφθούν στα παρακείμενα χαντάκια. Γύρισα στην ‘ κλούβα ‘ που ήταν σταματημένη έξω από την είσοδο του ορυχείου και καμουφλαρισμένη με κλαδιά δένδρων. Ήλθα σε επαφή με το ΓΕΝ, και ρώτησα εάν θα έστελναν τις δύο τορπιλλακάτους στην Κύπρο όπως προέβλεπαν τα υφιστάμενα σχέδια στην Ελλάδα, για την περίπτωση εισβολής στην Κύπρο, και οι οποίες θα δρούσαν υπό την επιχειρησιακή μου ευθύνη. Μου απάντησαν με μισόλογα. Περισσότερο ήθελαν πληροφορίες για την πορεία των επιχειρήσεων μας στην Κύπρο, έτσι απλώς για να ξέρουν τι γίνεται. Έκλεισα αηδιασμένος το ραδιοτηλέφωνο. Προσπάθησα να έλθω σε επαφή με τις δύο τορπιλλακάτους μου της περιοχής Αμμοχώστου, που είχα διατάξει από το πρωί να πλεύσουν στην περιοχή ‘ αποκρύψεως’, χωρίς επιτυχία. Φαντάστηκα ότι μέσα στην σπηλιά που έπρεπε να ευρίσκοντο, δεν θα ήτο δυνατή η ραδιοεπικοινωνία. Γύρισα στον θάλαμο στο ορυχείο. Ο Παπαργύρης μου ανέφερε, ότι από την Πάφο μας είχαν πληροφορήσει ότι οι 400 άνδρες της ΕΛΔΥΚ αποβιβάστηκαν ασφαλώς από το ΛΕΣΒΟΣ, και εν συνεχεία το ΛΕΣΒΟΣ με τα πυροβόλα του έβαλε κατά του εκεί Τουρκοκυπριακού θύλακα, και ανάγκασε τους υπερασπιστές του να παραδωθούν στις μικρές δυνάμεις της εκεί Ε.Φ. Σημειωτέον ότι ο θύλαξ αυτός ήταν από τους ισχυρότερους των Τουρκοκυπρίων. Το ΛΕΣΒΟΣ είχε αποπλεύσει χωρίς πρόβλημα με πορεία προς Νότον, και ήδη από την υποτύπωση η θέσις του ήταν περί τα 35 μίλλια νοτίως της Πάφου. Επίσης ο σημαιοφόρος διοικητής του σταθμού Πάφου ανέφερε ότι περί τα 12-15 μίλλια βορρειοανατολικά της Πάφου είχαν εμφανιστεί δύο αντιτορπιλλικά και ερωτούσε να του πούμε εάν είναι Ελληνικά ή Τουρκικά. Του είπαμε να αναμείνει απάντηση. Από την υποτύπωση στόχων που είχαμε φαινόταν σαφώς ότι ήταν δύο Τουρκικά αντιτορπιλλικά, τα οποία από την περιοχή Κυρηνείας είχαν πλεύσει δυτικά στο ακρωτήριο Κορμακίτης και εν συνεχεία νοτιοδυτικά προς περιοχή Κοκκίνων και Πάφου.